To Top
ΤΟ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΣΕΡΡΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΙΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

ΤΟ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΣΕΡΡΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΙΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

Εκτύπωση E-mail

ΤΟ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΣΕΡΡΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΙΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΩΝ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ
ΣΤΟ ΦΟΥΑΓΙΕ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΑΣΤΕΡΙΑ»
22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΕΩΣ 11 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023  
ΒΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
- Η Χορωδία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης  θα ερμηνεύσει Σεφαραδίτικα εβραϊκά τραγούδια. 
  Διευθύνει ο μαέστρος Θοδωρής Παπαδημητρίου. 
- Προβολή οπτικού υλικού από την περίοδο της δίωξης της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή.
- Ιστορική αναφορά στον Εβραϊκό πληθυσμό των Σερρών.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΑΣΤΕΡΙΑ»|ΩΡΑ:18:30 |ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

 

ΧΟΡΩΔΙΑ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η Χορωδία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκε το 1995, από μέλη της Κοινότητας. Ώθηση για την δημιουργία της αποτέλεσε η ανάγκη και η ελπίδα διαιώνισης της μουσικής παράδοσης που έφεραν μαζί τους από την Ισπανία πριν από περίπου 500 χρόνια οι εξορισθέντες πρόγονοί μας. Το ρεπερτόριο της χορωδίας περιλαμβάνει κυρίως Σεφαραδίτικα (ισπανοεβραϊκά), Ελληνικά και Εβραϊκά τραγούδια. Έχει δώσει συναυλίες στη «Θεσσαλονίκη ’97, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης» με τη «Συμφωνιέττα Beograd», στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς, στις «Μέρες Έκφρασης και Δημιουργίας» του Δήμου Βέροιας, στη Helexpo στο πλαίσιο των εκδηλώσεων των Φίλων του Ιδρύματος Μελίνας Μερκούρη, στο 2ο Διεθνές Φεστιβάλ χορωδιών Δράμας, στο 16ο Φεστιβάλ Χορωδιών Λιτοχώρου, στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορωδιών Καρπενησίου, στο μουσικοθεατρικό δρώμενο «Ωδή στην Μητέρα Θεσσαλονίκη» που παρουσιάστηκε στο Θέατρο Μακεδονικών Σπουδών στις 11/10/01, στα πλαίσια των λστ΄ ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και συμμετείχε στη 17η πανελλήνια συνάντηση χορωδιών του Δήμου Νεάπολης-Συκεών. Ενώ έχει συμπράξει με τη συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης, καθώς και με την σύμπραξη της Διεθνούς φήμης τραγουδίστρια Λουϊζα Κονέ πήρε μέρος στην «Εβδομάδα για τον Αλμπέρ Κοέν» στην Κέρκυρα.

Η Χορωδία τραγούδησε επίσης στο Τελ-Αβίβ, στα Σκόπια, στη Βιέννη, στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορωδιών του Σάλτσμπουργκ, στην Σόφια, στην Αγία Πετρούπολη, στο Κάιρο, στην Συναγωγή της Κωνσταντινούπολης και στην Συναγωγή της Βουδαπέστης, συναυλία η οποία μεταδόθηκε απ’ ευθείας από τοπικό τηλεοπτικό σταθμό. Πήρε επίσης μέρος στις Εθνικές Ημέρες Μνήμης του Ολοκαυτώματος 2004 και 2005, 2006 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης.

Έχει ηχογραφήσει δίσκο ακτίνας με την ΕΜΙ με τίτλο «En la mar ay una torre» με το μουσικό σύνολο “ Codex κώδιξ ensemble” ενώ έχει μαγνητοσκοπήσει για την TV100 και την ΕΤ3.
Την χορωδία διευθύνει ο μαέστρος ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΣΕΡΡΩΝ 

Από το αρχείο του ιστορικού, δημοσιογράφου και συγγραφέα Βασίλη Τζανακάρη

Μια θεατρική παράσταση από τους Εβραίους των Σερρών
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου

Oι δύο ισραηλίτικες αδελφότητες των εβραίων στα Σέρρας στα χρόνια του Mεσοπολέμου ήταν η Mπικούμ Xουλίμ και η Φρατιρνίτε και τα δύο εργατικά τους σωματεία η Eργασία και η 'Eνωσις.

Tην Kυριακή 8 Oκτωβρίου 1933 στα «Διονύσια» η Iσραηλινή κοινότητα δίνει θεατρική παράσταση με το έργο «O θρίαμβος της δικαιοσύνης» και τις εισπράξεις για φιλανθρωπικού σκοπούς. H εκδήλωση πετυχαίνει γράφουν οι εφημερίδες χάρις και στον δραστήριο πρόεδρο της Iσραηλιτικής κοινότητας Σολομών Oβαδία αλλά και του διευθυντή της Iσραηλιτικής σχολής Zιάκ Eσκεναζή που κατόρθωσε μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα να διδάξει το έργο «εις τους ερασιτέχνας οίτινες ηδυνήθησαν οπωσδήποτε να παρουσιασθούν ενώπιον των θεατών με απροσδόκητον επιτυχίαν δεδομένου ότι ο κ. Eσκεναζή δεν είχε μόνο να διδάξει το έργον αλλά και να μεταβάλη την προφοράν των ερασιτεχνών την οποίαν εν μέρει και επέτυχεν».

Στην παράσταση πήραν μέρος οι Iακώβ Pούσσος, Eμμανουήλ Pούσσος, Aλμπέρτος Γεχασκέλ, Aβραάμ Kοέν, 'Aλμπερτ Mάρκος, Iσαάκ Mπουρλά. Πέρος Σρούμτσα και Aλμέτ Tεβέκ ως και οι δίδες Pετζίνα Pούσσου, Mατθίλδη Eσφορμές και Πάβα Pούσσου.

Eκείνο όμως ―γράφει η εφημερίδα Aλήθεια στο φύλλο της 15ης Oκτωβρίου 1933― που έκαμε εξαιρετική εντύπωση από όλη την εκδήλωση ήταν η ευγένεια και η τάξη που επεβαλλε η επί της υποδοχής επιτροπή  πράγμα που ουδέποτε παρετηρήθει σε άλλες εορτές και παραστάσεις.

Tην επιτροπή αυτή αποτελούσαν οι δεσποινίδες Tζαμίλα Γενή, Πάβα Pούσσου, Mατθίλδη Eσφόρμες, Aστύρ Φαές και οι κ.κ. Nαφθαλή Γενή, Aλμπέρ Γενή και Δανές Iασίν. Oι ως άνω υπό την επίβλεψιν της δί/δος Pάσια Pούσσου προέδρου της ως άνω Aδελφότητος εδέχοντο εις την είσοδον τους προσερχομένους θεατάς και με παραδειγματικήν τάξιν ετακτοποίουν τας θέσεις ενός εκάστου.

― Στο τέλος του Nοεμβρίου του 1933 καταρτίζεται σε σώμα το Iσραηλιτικό συμβούλιο Σερρών ως ακολούθως:

Πρόεδρος Σολ. Oβαδιά, Aντιπρόεδρος Mωΐς Aαζάρ, Γεν. Γραμματεύς Aαρών Mπάρλο, Tαμίας Pαχαμάν Γενή και σύμβουλοι οι Aεών Γενή, Aβραάμ Xαζάν και Nαφθαλή Γενή

 ―Mεγάλη χοροεσπερίδα του ισραηλίτικου συλλόγου EPΛZ στις 9 Δεκεμβρίου 1933 στο ζαχαροπλαστείο K. Xριστοδούλου

 

Μπαλάντα θανάτου

για τους Εβραίους της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο

Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο

Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν

Αεροβάτες

Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας

Ένας Θεός το ξέρει.

Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος

 

Τον Ιούνιο του 1942 το βουλγαρικό Κοινοβούλιο σε μία από τις πολύωρες συνεδριάσεις του εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να αναλάβει «να εφαρμόσει μια λύση του εβραϊκού ζητήματος». Με άλλα λόγια, να συμβάλει κι αυτή όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα στη μαζική εκτόπιση των Εβραίων της Βουλγαρίας και των προσαρτημένων χωρών. Πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης ήταν να τοποθετήσει στο υπουργείο Εσωτερικών, στη θέση του κομισάριου των Εβραϊκών Υυποθέσεων, τον Αλεξάντερ Μπέλεφ, γνωστό για τα αντισημιτικά του αισθήματα. Την επόμενη χρονιά η αντισημιτική φρενίτιδα που ήδη σάρωνε όλη την κατακτημένη Ευρώπη θα σαρώσει και την ελληνική Μακεδονία και τη Θράκη.

Στις 29 Φεβρουαρίου 1943 σήμανε η ήττα των Γερμανών στο Στάλινγκραντ. Η τρομερότερη πολεμική μηχανή που είχε μέχρι τότε γνωρίσει ο κόσμος άρχιζε να γονατίζει. Μια ολόκληρη στρατιά, η 6η, με 285.000 στρατιώτες, έναν στρατάρχη της τελευταίας στιγμής, τον φον Πάουλους, και περί τους 117 άλλους αξιωματικούς, από τους οποίους 24 στρατηγοί, είχε καταστραφεί. Ο Πάουλους θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί με τους εναπομείναντες 91.000 στρατιώτες στα στρατόπεδα αιχμαλώτων της Σοβιετικής Ένωσης, απ’ όπου αρκετά χρόνια αργότερα θα επιστρέψουν μόλις 5.000. Ο Στάλιν θριαμβολογούσε και μαζί του όλος ο ελεύθερος κόσμος, καθώς οι Γερμανοί είχαν αρχίσει πλέον να γλείφουν τις πληγές τους. Ο Χίτλερ από το λημέρι του, τη «Φωλιά του λύκου», διέταξε τετραήμερο πένθος. Θέατρα, κινηματογράφοι και κέντρα διασκέδασης στη Γερμανία νέκρωσαν. Στις 3 Μαρτίου εκδόθηκε «ειδικό ανακοινωθέν». Πριν από την ανάγνωσή του στο γερμανικό ραδιόφωνο προηγήθηκε μια τυμπανοκρουσία σε χαμηλό τόνο και ύστερα παίχτηκε το δεύτερο μέρος της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν.

Την ήττα και την καταστροφή στο Στάλινγκραντ ο Χίτλερ δεν ήθελε με τίποτα να την πιστέψει. Δεν νικηθήκαμε, έλεγε οργισμένος στους στρατηγούς του, απλά δεν μπορέσαμε να εφοδιάσουμε με όλα όσα ήταν απαραίτητα τους στρατιώτες μας ώστε να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της μάχης και ιδίως στις καιρικές συνθήκες. Το ναζιστικό περιοδικό Σύνθημα, που στην Ελλάδα κυκλοφορούσε στα ελληνικά και στα βουλγάρικα, παρομοίαζε τους γερμανούς στρατιώτες του Στάλινγκραντ με εκείνους του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Κάτω από φωτογραφία του γνωστού αγάλματος του Λεωνίδα και το επιτύμβιο «Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», σημειωνόταν:

Ένα προηγούμενον εις την ιστορίαν: Λεωνίδας, ο αρχιστράτηγος των Σπαρτιατών. Το 480 π.Χ. υπερασπίζεται μέχρις εσχάτων το παρά τας Θερμοπύλας στενόν εναντίον των Περσών. Δύο έτη αργότερα, σφυρηλατημένη από το πνεύμα αυτό της αυτοθυσίας, γεννάται και συγκροτείται η κατά θάλασσαν συμμαχία των Αθηνών που υπήρξεν η σημαντικότερη ένωσις των Ελλήνων. Ο περσικός κίνδυνος παρήλθε εν τω μεταξύ και αι Αθήναι ακμάζουν. Είναι η ώρα που γεννάται ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.

Και η ήττα στο Στάλινγκραντ συμπληρωνόταν με γκραβούρες από μάχες σώμα με σώμα Γερμανών και Σοβιετικών, με αναφορές στη δόξα και στο κλέος της αρχαίας Ελλάδας ενώ γινόταν εκτενής πολιτική ανάλυση με τίτλο «Εμείς οι Ευρωπαίοι – Η Ελλάς ως παράδειγμα και προειδοποίησις», του συντάκτη του περιοδικού Γκίζελερ Βίρζιγκ, όπου η Ελλάδα αναφερόταν ως η κοιτίδα και η γενεσιουργός μήτρα της Ευρώπης:

Οι κίνδυνοι που απειλούν σήμερον την Ευρώπην μάς έγιναν γνωστοί διά πρώτην φοράν προ δύο και πλέον χιλιετηρίδων με το αιώνιον παράδειγμα της Αρχαίας Ελλάδος. Η Ελλάς χαρακτηρίζει την αρχικήν καταγωγήν της Ευρώπης. Από αυτήν εγεννήθησαν οι πρώτοι μύθοι που κατέστησαν αργότερα κοινόν αγαθόν όλων των Ευρωπαίων. Εις την Ελλάδα εδημιουργήθη το όνομα της Ηπείρου μας και το σύμβολόν της υπό μορφήν μιας γυναίκας την οποίαν ο ίδιος ο Θεός φέρει επί της ράχεώς του, μεταμορφωμένος εις ένα ωραίον ταύρον ως ενσάρκωσις της δυνάμεως. Η ιστορία των Ελλήνων, με την οποίαν αρχίζει και η ιστορία της Ευρώπης, δεν είναι γεμάτη μόνον από τον θαυμασμόν του Ωραίου, από την δημιουργίαν της Τέχνης και της Φιλοσοφίας μας, αλλά και από έναν αιώνιον εμφύλιον πόλεμον, από την αδιάκοπον διαμάχην διά τα πρωτεία μεταξύ Αθηναίων, Σπαρτιατών, Θηβαίων και Μακεδόνων. Όλοι αυτοί κατείχον επί τι διάστημα την κυριαρχικήν εξουσίαν εις την Ελλάδα. Αλλά η δύναμις του λαού, η δύναμις των καθ’ έκαστα κρατών εφθείρετο κατά τον εσωτερικόν αυτόν αγώνα. Βεβαίως, οι Έλληνες με μίαν κολοσσιαίαν προσπάθειαν κατώρθωσαν να νικήσουν τους εξ Ανατολών επιδραμόντας Πέρσας, άλλως ήδη προ δύο χιλιάδων ετών θα είχε μετατραπεί η Ευρώπη εις ένα προσάρτημα της Ασίας και δεν θα είχε πλέον καμμίαν ιστορικήν σημασίαν.

***

Την άνοιξη του 1943 με τη Γερμανία να γλύφει τις χαίνουσες πληγές της από την ήτα στο Στάλινγκραντ στα τμήματα του ελληνικού εδάφους που η Βουλγαρία είχε προσαρτήσει αλλά και στη νότια Γιουγκοσλαβία άρχισε να εφαρμόζεται το σχέδιο εκτοπισμού 20.000 Εβραίων. Το τελικό σχέδιο και η οριστική συμφωνία έφεραν την υπογραφή του πρωθυπουργού Μπόγκνταν Φίλωφ. Απέναντι στους σκληρούς και αδυσώπητους όρους ο Φίλωφ είχε αντιρρήσεις μόνο για τους βούλγαρους Εβραίους, καθώς η κυβέρνησή του τους χρησιμοποιούσε σε διάφορα δημόσια έργα και, ως εκ τούτου, της ήταν απαραίτητοι.

Η πλειονότητα των Εβραίων της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και ορισμένων περιοχών της Γιουγκοσλαβίας ήταν κυρίως ισπανόφωνοι (Σεφαραδίτες) αποτελώντας ιδιαίτερη κατηγορία καθώς διακρίνονταν πολιτισμικά από τους Εβραίους της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης. 

Από τις αρχές ακόμη του 1940 στα χέρια των ναζί βρίσκονταν 3.200.000 Εβραίοι (250.000- 280.000 στο Μείζον Ράιχ, 90.000 στο Προτεκτοράτο, 90.000 στη Σλοβακία, 2.200.000 στα γερμανοκρατούμενα τμήματα της Πολωνίας, 140.000 στην Ολλανδία, 65.000 στο Βέλγιο, περίπου 330.000 στις δύο ζώνες της Γαλλίας, 7.000-8.000 στη Δανία και 1.700 στη Νορβηγία). Όταν ο Χίτλερ αναφερόταν στους Εβραίους, τουλάχιστον μέχρι τότε, συνήθιζε να τους αποκαλεί «οι εβραίοι καπιταλιστές» ή «ο δηλητηριώδης παγκόσμιος εβραϊσμός». Έλεγε ακόμη πως ήταν «ένας λαός που πιστεύει πάντα ότι μπορεί να εξολοθρεύει έθνη με τις σάλπιγγες της Ιεριχούς», συγκαταλέγοντάς τους στην ίδια κατηγορία με τους Ελευθεροτέκτονες, τους εμπόρους όπλων, τους κερδοσκόπους του πολέμου προς τους οποίους διατυμπάνιζε ότι έτρεφε άσβεστο μίσος.

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Γερμανούς και Βουλγάρους για την εκτόπιση των Εβραίων έγιναν ανάμεσα στον λοχαγό των Ες Ες Τεοντόρ Ντάνεκερ και τον υπουργό Γκαμπρόφσκι και τον επίτροπο Μπέλεφ εκ μέρους της βουλγαρικής κυβέρνησης. Η συμφωνία υπογράφηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1943. Επειδή όμως ο αριθμός των Εβραίων που ζούσαν στα αναφερόμενα εδάφη δεν ξεπερνούσε τους 11.500, σε ορισμένες από τις αποστολές συμπεριλήφθηκαν τελικά και Εβραίοι από περιοχές της Βουλγαρίας. Η σύλληψη και η μεταφορά στη Γερμανία των Εβραίων βουλγαρικής υπηκοότητας πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστικά στις 9 Μαρτίου 1943.

Σύμφωνα με τον Βασίλη Ριτζαλέο, ο ειδικός απεσταλμένος της βουλγαρικής Επιτροπής Εβραϊκών Υποθέσεων (ΕΕΥ) σε συνεργασία με εκπροσώπους της εβραϊκής κοινότητας και βούλγαρους αστυνομικούς ή στρατιωτικούς διοικητές της περιοχής θα εκπονούσαν για κάθε πόλη ή κοινότητα των προσαρτημένων ελληνικών εδαφών ένα ειδικό σχέδιο, μια «οργάνωση μυστικής αστυνομικής επιχείρησης», που θα την υποστήριζε με κάθε τρόπο και ο βουλγαρικός στρατός. Στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη η επιχείρηση ξεκίνησε λίγο πριν από το ξημέρωμα της 4ης Μαρτίου και τα πρώτα «δρομολόγια» μεταφοράς Εβραίων ορίστηκαν για την επομένη ώστε η εκτόπιση από τις περιοχές του «Μπελομόριε», όπως αναφέρονταν επίσημα τα κατακτημένα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, να έχει ολοκληρωθεί έως τις 29 Μαρτίου 1943. Ταυτόχρονα ξεκινούσε και η κατάσχεση και η ρευστοποίηση των εβραϊκών περιουσιών, η οποία μέχρι το τέλος του χρόνου θα είχε ολοκληρωθεί μέσα σε ένα χάος ανοργανωσιάς, γραφειοκρατίας και πλιάτσικου. Οι αποθήκες όπου είχαν συγκεντρωθεί τα υπάρχοντα των Εβραίων λεηλατήθηκαν και δόθηκαν στους εποίκους ως μια μορφή ανταμοιβής για τον ερχομό τους στα κατακτημένα εδάφη αλλά και σε αξιωματούχους που τα έστειλαν στις οικογένειές τους στη Βουλγαρία.

Στα Σέρρας, τα υπάρχονταν των Εβραίων συγκεντρώθηκαν στο δημοτικό γήπεδο αλλά προς τιμή των Σερραίων στη δημοπράτηση δεν πήγε κανένας. Παρόμοια ήταν η συμπεριφορά των Ελλήνων σε όλη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.

Λίγο αργότερα, όταν έγινε γνωστό ότι «δεν έβγαιναν» τα νούμερα και ότι έπρεπε να ξεκινήσουν εκτοπίσεις Εβραίων και από το «Παλαιό Βασίλειο», αντιπολίτευση και Εκκλησία διαμαρτυρήθηκαν έντονα, με αποτέλεσμα ο Βόρις να υποχωρήσει από την αρχική του υπόσχεση και να ματαιώσει κάθε περαιτέρω ενέργειας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. 

Από την άλλη, οι Εβραίοι της Ελλάδας ήταν μάλλον ανυποψίαστοι για το τι μπορούσε να τους συμβεί αλλά και τι συνέβαινε στους ευρωπαίους ομοεθνείς τους. Η λογοκρισία του Μεταξά δεν είχε επιτρέψει να δημοσιευτεί οτιδήποτε μπορούσε να δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο ή να ταράξει τις σχέσεις ισορροπίας που το καθεστώς προσπαθούσε να διατηρήσει με τον Άξονα, μια πολιτική που ακολούθησε μέχρι και την παραμονή της γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα. Αλλά η λογοκρισία συνεχίστηκε χωρίς διακοπή όλα τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής και ειδήσεις όπως τα πογκρόμ των Εβραίων στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν γίνονταν ευρύτερα γνωστά. Ακόμη και ανάμεσα στις ίδιες τις εβραϊκές παροικίες της Ευρώπης επικρατούσε βαθύ σκοτάδι και άγνοια για το τι ακριβώς συνέβαινε στα κατεχόμενα εδάφη και πού οδηγούνταν οι Εβραίοι που συλλαμβάνονταν και εκτοπίζονταν. Και αυτοί ήταν εκατοντάδες χιλιάδες.

Από τη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε μία από τις πλέον ακμάζουσες κοινότητες Εβραίων, το πρώτο τρένο με 2.800 άτομα αναχώρησε για Άουσβιτς στις 15 Μαρτίου 1943 και το δεύτερο δύο μέρες αργότερα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από τους περίπου 50.000 Εβραίους είχαν εκτοπιστεί 45.000. Οι περισσότεροι θανατώθηκαν μόλις έφτασαν στο Άουσβιτς.

Η «Τελική λύση» που είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν οι Γερμανοί στο «εβραϊκό πρόβλημα», παρά τα απρόβλεπτα πολιτικά και τεχνικά προβλήματα, δεν θα αργούσε να εξελιχθεί σε μια τεράστια επιχείρηση μαζικών δολοφονιών που θα έπαιρνε τη μορφή γενοκτονίας και θα εκτυλισσόταν απρόσκοπτα σε όλες σχεδόν τις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες και εδάφη.

Οι περισσότεροι Εβραίοι της Μακεδονίας και της Θράκης ήταν άνθρωποι μέτριας οικονομικής κατάστασης, «χαμηλών τόνων», φτωχοί, μικρέμποροι και μικροβιοτέχνες, με τα ενδιαφέροντά τους να εξαντλούνται στους τόπους δουλειάς, τις οικογένειες και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στις σαββατιάτικες Χάβρες για την καθιερωμένη προσευχή και ανάγνωση της Τορά.

Σύμφωνα με τον Σαούλ Φρίντλερ, ακόμη και τους τελευταίους μήνες του 1942, μόνο μια μικρή μειονότητα ευρωπαίων Εβραίων είχαν αντιληφθεί τη μοίρα που τους περίμενε. Οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να ταλαντεύονται ανάμεσα στη στιγμιαία παραδοχή, τη δυσπιστία, την απόγνωση, την ελπίδα και όχι σε ό,τι τους περίμενε.   

***

Οι Εβραίοι των μακεδονικών και θρακικών πόλεων και κωμοπόλεων συγκεντρώθηκαν προσωρινά σε στρατόπεδα, καπναποθήκες και σχολεία, ενώ στα δύο κομβικά σημεία μεταφοράς τους προς την Βουλγαρία δημιουργήθηκαν με φροντίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού δύο στρατόπεδα, το ένα λίγο έξω από το Σιδηρόκαστρο, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, και το άλλο στο Σιμιτλή της Βουλγαρίας. Στους εκτοπιζόμενους επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους μια-δυο κουβέρτες, λίγα ρούχα και οικιακά σκεύη, ενώ το συνολικό βάρος δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα 30-40 κιλά. Η αναχώρηση γινόταν παρουσία εκπροσώπων του βουλγαρικού κράτους, της Εφορίας, της τοπικής αστυνομίας και της Επιτροπής Εβραϊκών Υποθέσεων, οι οποίοι στη συνέχεια έσπευδαν να σφραγίσουν τα σπίτια που εγκαταλείπονταν. Αν κάποια πόλη που δεν είχε μέρος για προσωρινή συγκέντρωση, οι προς εκτόπιση μεταφέρονταν κατευθείαν στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου τους περίμεναν παμπάλαια και πολλές φορές αχρησιμοποίητα βαγόνια κάποιας εμπορικής αμαξοστοιχίας στα οποία φορτώνονταν αγεληδόν. Από την Καβάλα στη Δράμα οι συλληφθέντες, ελλείψει σιδηροδρόμου, μεταφέρονταν φορτωμένοι στις καρότσες φορτηγών και στρατιωτικών αυτοκινήτων.

Οι προετοιμασίες για τον εκτοπισμό άρχισαν την επομένη της υπογραφής της συμφωνίας (23 Φεβρουαρίου), όταν στα κατακτημένα ελληνικά εδάφη έφτασε ο επίτροπος Αλεξάντερ Μπέλεφ, δικηγόρος στο επάγγελμα και ιδρυτής της φασιστικής οργάνωσης Ράτνιτσι. Επρόκειτο για έναν φανατικό βούλγαρο εθνικιστή που δεν έβλεπε την ώρα να αρχίσει να υλοποιεί το πρόγραμμα του αντισημιτικού διατάγματος. Τον Μπέλεφ συνόδευε ο Γιαροσλάφ Καλίτσιν, προϊστάμενος του διοικητικού τμήματος της Επιτροπής Εβραϊκών Υποθέσεων (ΕΕΥ) τον οποίο ο Μπέλεφ διόρισε υπεύθυνο του όλου εγχειρήματος με έδρα την Ξάνθη. Από εκεί οι Μπέλεφ και Καλίτσιν συνέχισαν την περιοδεία τους στις υπόλοιπες πόλεις, όπου διαπίστωσαν ότι τα πάντα «έβαινον καλώς» και σύμφωνα με τα σχέδιά τους.

Στην πόλη των Σερρών οι Μπέλεφ και Καλίτσιν έφτασαν με αυτοκίνητο το μεσημέρι της 25ης Φεβρουαρίου και έσπευσαν να επισκεφθούν το νεότευκτο στρατόπεδο του Σιδηροκάστρου. Από εκεί οι Εβραίοι θα επιβιβάζονταν σε άλλα μικρότερα, ανοιχτά βαγόνια, τα λεγόμενα ντεκοβίλ, με κατεύθυνση τον δεύτερο τόπο συγκέντρωσης, το Σιμιτλή της Βουλγαρίας. Ήδη από την προηγουμένη στο στρατόπεδο του Σιδηροκάστρου είχε φτάσει για να επιβλέπει τη μεταφορά και ο υποδιευθυντής της Επιτροπής Ατανάς Οφτσάροφ. Σε αναφορά προς τον προϊστάμενό του στη Ξάνθη ο Οφτσάροφ σημείωνε τις πρώτες ενέργειες του:

Αμέσως μετά την άφιξή μου στο Ντεμίρ Χισάρ [Σιδηρόκαστρο] επικοινώνησα με τον κ. προϊστάμενο της Επαρχιακής Αστυνομίας, τον Δήμαρχο, τον Επίτροπο Επαρχιακού Εφοδιασμού και με όσους ήμουν σε συνεχή επαφή. Ερεύνησα τις συνθήκες της πόλης, χωρίς να αποκαλύπτω τον πραγματικό σκοπό της αποστολής μου και ταυτόχρονα διαπίστωσα ότι μπορώ να επιτελέσω τον σκοπό μου χωρίς να έχω ανάγκη από πρόσθετα μέτρα. Η μεγάλη απόσταση του σταθμού από την πόλη μού δίνει τη δυνατότητα να επιτελέσω την αποστολή μου χωρίς να έρχομαι σε συχνή επαφή με τους πολίτες. Στον σταθμό υπάρχει μια ξύλινη παράγκα στην οποία μπορούν να συγκεντρωθούν, σε περίπτωση κακοκαιρίας, 100 με 150 άτομα και σε μια καινούρια πρόχειρη οικοδομή η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, άλλα 50 με 70 άτομα. Επικοινώνησα με τους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού, οι οποίοι θα μπορούσαν να προσφέρουν στον σταθμό ζεστό νερό ή τσάι σε σχεδόν 150 με 200 άτομα και θα μπορούσαν επίσης  να προσφέρουν τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες. Η τοποθεσία του σταθμού επιτρέπει μία σχετικά γρήγορη μεταφορά. Θα δώσουμε εντολή να σκάψουν και επιπλέον αποχωρητήρια για να αποφευχθεί η ρύπανση του περιβάλλοντος της περιοχής του σταθμού.

Λίγες μέρες μετά, στις 4 Μαρτίου, ο ίδιος ανέφερε όλες τις επιπλέον ανατριχιαστικές παρατηρήσεις και λεπτομέρειες καθώς και τα προβλήματα σχετικά με το εγχείρημα. Εστιάζοντας το ενδιαφέρον και τη φροντίδα στο πώς να μην προκληθούν προβλήματα στην... κυκλοφορία!

Σήμερα το πρωί έλαβα τηλεφωνικώς μέσω του Επάρχου το δρομολόγιο των αμαξοστοιχιών. Αμέσως πήγα στον σταθμό και ήρθα σε επαφή με τον σταθμάρχη που είχε λάβει αντίστοιχες εντολές. Συμφωνήσαμε για την ώρα και τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η επιβίβαση. Τον παρακάλεσα να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διαθέτουμε επαρκή μέσα μεταφοράς και να μην προκαλέσουμε προβλήματα στην κυκλοφορία. Τακτοποίησα και το πρόβλημα με τα αποχωρητήρια. Ήρθα σε επαφή και με τον φρούραρχο του σταθμού που θα μας διευκολύνει και στο θέμα της περιφρούρησης. Συντονίσαμε τις ενέργειές μας και με τον Έπαρχο. Συμφωνήσαμε με τον προϊστάμενο του Ερυθρού Σταυρού να προσφέρεται από ένα κύπελλο ζεστό νερό σε κάθε άτομο, και να διαθέτουμε γύρω στα δέκα κρεβάτια για ενδεχόμενες σοβαρές περιπτώσεις προβλημάτων υγείας καθώς και τα κατάλληλα υλικά (επιδέσμους κ.ά.). Όλα είναι οργανωμένα και η αποστολή θα πραγματοποιηθεί όπως αναμένεται. Από τις 5 του τρέχοντος μήνα, θα διανυκτερεύω στον σταθμό.

Σύμφωνα με τις εντολές η επιχείρηση μεταφοράς έπρεπε να αρχίσει στις 4-5 Μαρτίου, με μέσο ημερήσιο αριθμό από 800 έως 1.000 εκτοπισμένους. Οι εκτοπισμένοι μπορούσαν να έχουν μαζί τους χρήματα και τιμαλφή αλλά έπρεπε προηγουμένως να ενημερώσουν την ομάδα που οργάνωνε τη μεταφορά, ώστε να τους χορηγείται σχετική απόδειξη, την οποία ο αστυνομικός που τους συνόδευε την παρέδιδε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου οδηγούνταν. Με βάση τις αποδείξεις αυτές οι υπεύθυνοι προέβαιναν σε οριστικές «κατασχέσεις», κάτι σαν επίσημη κλοπή δηλαδή, που θα συνεχίζονταν μέχρι την τελική αναχώρησή τους για κάποιο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η ταυτόχρονη συγκέντρωση των Εβραίων για όλες τις πόλεις ορίστηκε για τις τέσσερις το ξημέρωμα, με την επισήμανση (σημειωμένη με κόκκινο μελάνι) η επιχείρηση να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις επτάμισι το πρωί της ίδιας μέρας.

Τα στοιχεία με τις επιμέρους λεπτομέρειες για τον τρόπο συγκέντρωσης όλου αυτού του τεράστιου ανθρώπινου δυναμικού είναι ανατριχιαστικά. Σύμφωνα με «αυστηρά απόρρητο» έγγραφο, στις τέσσερις τα ξημερώματα της 4ης Μαρτίου έπρεπε όλες οι πόλεις από την περιοχή του «Μπελομόριε» να περικυκλωθούν ασφυκτικά από στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις που θα απαγόρευαν την κίνηση σε πεζούς και τροχοφόρα και θα εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια διαφυγής. Η κίνηση  και η κυκλοφορία ατόμων θα επιτρεπόταν κατόπιν ειδικής άδειας που χορηγούνταν μόνο στους επικεφαλής της επιχείρησης και στα μέλη των ομάδων που είχαν αναλάβει τη διεκπεραίωσή της.

Για όσο το δυνατόν καλύτερα αποτελέσματα οι περιοχές που κατοικούνταν από Εβραίους είχαν καθοριστεί από τις προηγούμενες μέρες και «είχαν επισημανθεί» στις ομάδες δράσης που αποτελούνταν από δύο αστυνομικούς και περίπολα από δύο στρατιώτες. Ταυτόχρονα τους είχαν παραδοθεί κατάλογοι με τα ονόματα των προσώπων που έπρεπε να συγκεντρωθούν. Η κάθε ομάδα έπρεπε να επισκεφθεί τρία με τέσσερα σπίτια. Στους επικεφαλής αστυνομικούς, εκτός από τους καταλόγους των οικογενειών που έπρεπε να εκτοπισθούν, είχαν δοθεί κάρτες στο μέγεθος και τις διαστάσεις ενός πακέτου τσιγάρων στις οποίες αναγραφόταν «ευανάγνωστα» το όνομα του αρχηγού της οικογένειας, η οδός και ο αριθμός του σπιτιού, ενώ επισημαινόταν ότι οι αστυνομικοί έπρεπε να έχουν μαζί τους ένα κομμάτι σπάγκο με το οποίο στο τέλος της επιχείρησης θα δενόταν πάνω στην κάρτα τα κλειδιά της εγκαταλειμμένης κατοικίας.

Το χρονικό περιθώριο προετοιμασίας που έπρεπε να δίνουν οι αστυνομικοί στις εβραϊκές οικογένειες ήταν μισή ώρα. Οι ίδιοι και όσο θα διαρκούσε η επιχείρηση δεν θα έμπαιναν στα σπίτια των Εβραίων, αλλά έπρεπε να τους ενημερώνουν ότι ο εκτοπισμός τους «στα παλιά εδάφη του Βουλγαρικού Βασιλείου» ήταν προσωρινός και ότι δεν θα αργούσαν να επιστρέψουν. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί θα έκαναν έναν τελικό έλεγχο αν όλα είχαν γίνει σύμφωνα με τις οδηγίες, αν δηλαδή είχαν συγκεντρωθεί όλα τα μέλη της οικογένειας, αν είχαν κλειστεί καλά οι πόρτες και τα παράθυρα, μήπως είχε μείνει αναμμένο φως ή κάποιος είχε κρυφτεί. Σε περίπτωση που έλειπε κάποιο μέλος της οικογένειας, ενημερωνόταν ο αστυνομικός φρούραρχος ο οποίος και αναλάμβανε να τον αναζητήσει. Κάθε επικεφαλής, αστυνομικός προϊστάμενος ή υψηλόβαθμος χωροφύλακας έπρεπε να διαθέτει κόκκινο κερί (βουλοκέρι) για το σφράγισμα των σπιτιών και να συντάσσει σχετικό πρωτόκολλο που θα παραδινόταν συμπληρωμένο μαζί με τα κλειδιά «δεμένα με σπάγκο στην κάρτα με το όνομα και τη διεύθυνση του Εβραίου».

Ο εκτοπισμός των Εβραίων από τα Σέρρας και τη Νέα Ζίχνη πραγματοποιήθηκε με υπεύθυνο τον Χρίστο Βασίλεφ, επιθεωρητή στην Κεντρική Διεύθυνση του υπουργείου Εσωτερικών και Δημόσιας Υγείας, που στάλθηκε στην πόλη σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 689 ειδική εντολή της 22ας Φεβρουαρίου. Στις 2 Μαρτίου ο Βασίλεφ θα ενημερώσει τον Καλίτσιν στην Ξάνθη με μια «απόρρητη» επιστολή:

 

Κύριε προϊστάμενε,

Αμέσως μετά την άφιξή μου στις Σέρρες, στις 24/02 του τρέχοντος έτους, επικοινώνησα με τον αστυνομικό Φρούραρχο της πόλης κ. Κολιμπάροφ και τον Προϊστάμενο Φρουράς Αντισυνταγματάρχη Ιλίεφ για το σχέδιο συγκέντρωσης προσώπων εβραϊκής καταγωγής από τις κατοικίες τους και την εγκατάστασή τους σε στρατόπεδα σύμφωνα με τις γενικές οδηγίες που μου είχαν αποσταλεί από την επιτροπή στη Σόφια. Στις 25 του ίδιου μήνα συντάξαμε έναν κατάλογο των προσώπων εβραϊκή καταγωγής και ελέγξαμε τους ελεύθερους χώρους καθώς και την καπναποθήκη ιδιοκτησίας του Έλληνα Μαρούλη που ευρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της πόλης και εξυπηρετεί πλήρως τους στόχους μας. Την ίδια μέρα συντάξαμε και το σχέδιο για την οργάνωση της συγκέντρωσης και εγκατάστασης των Εβραίων της πόλης μας στο στρατόπεδο έχοντας την εντύπωση, από τη Σόφια ακόμα, ότι θα εφαρμόζαμε αμέσως το Σχέδιο και ότι θα εκδίδονταν επιπλέον εντολές μόνο σ’ ό,τι αφορά στη διαμονή τους στο στρατόπεδο και τη μετέπειτα αναχώρηση από αυτό. Η άφιξή σας με τον κ. Επίτροπο την αναφερόμενη ημερομηνία ανέβαλε την εφαρμογή του Σχεδίου μέχρι νεωτέρας. Στις Σέρρες υπάρχουν 476 άτομα εβραϊκής καταγωγής και στο Ζηλιάχοβο [Νέα Ζίχνη] 19, συνολικά 116 οικογένειες.

Σήμερα, μετά την παραλαβή του Γενικού Σχεδίου Οργάνωσης της συγκέντρωσης των Εβραίων από τις κατοικίες τους και της εγκατάστασής τους σε στρατόπεδα, συντονίσαμε όλες τις προβλεπόμενες από το Σχέδιο δράσεις, και είμαστε πεπεισμένοι ότι η επιχείρηση θα ολοκληρωθεί με επιτυχία. Το σχέδιο της επιχείρησής σας αποστέλλεται από τον κ. Κολιμπάροφ, ο κατάλογος των προσώπων θα σας παραδοθεί αυτοπροσώπως, με το παρόν δε σας αποστέλλω συνημμένα τα πρωτότυπα του πρωτοκόλλου και του τελικού καταλόγου.

Εκπρόσωπος: Χρ. Βασίλεφ

Στις 3 Μαρτίου 1943 ο αστυνομικός φρούραρχος Σερρών Τ. Β. Κολιμπάροφ έστειλε στον Κολίτσιν, στην Ξάνθη, το τελικά σχέδιο της εκτόπισης με το οποίο τον ενημέρωνε ότι οι κατοικίες των Εβραίων στα Σέρρας βρίσκονταν στην περιοχή του Γ΄ Αστυνομικού Τμήματος και ότι όλες ήταν συγκεντρωμένες σε μία και μόνη συνοικία, στην οδό Σωκράτους (σήμερα Αθανασίου Αργυρού), με μόνη εξαίρεση δύο οικογένειες των οποίων οι κατοικίες βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του Β΄ Αστυνομικού Τμήματος. Στη συνέχεια επανέλαβε ότι στην πόλη των Σερρών οι εβραϊκές οικογένειες ήταν 111 με 476 συνολικά μέλη και στη Ζίχνη μόνο 5 με σύνολο 19 μέλη. Ως χώρος συγκέντρωσης, έγραφε, ορίστηκε η καπναποθήκη του Κωνσταντίνου Μαρούλη που αποτελούνταν «από τέσσερις ορόφους, έχει ξύλινα πατώματα, είναι αρκετά υγιεινή και κατάλληλη για τους σκοπούς μας», ενώ ανέφερε ότι ήδη σ’ αυτήν έχουν κατασκευαστεί «μία βρύση και δύο αποχωρητήρια».

***

Μετά το απόγευμα της 3ης Μαρτίου 1943 ο καιρός στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μακεδονίας άλλαξε. Ήδη οι ψηλότερες κορυφές του Φαλακρού και του Μενοίκιου είχαν αρχίσει και πάλι να ασπρίζουν από το χιόνι. Στα Σέρρας ένας παγωμένος βοριάς άρχισε να λυσσομανάει στις στέγες των σπιτιών και να σαρώνει τους έρημους και σκοτεινούς δρόμους. Οι όροι της απαγόρευσης για τη νυχτερινή κυκλοφορία εφαρμόζονταν αυστηρά και οι κάτοικοι είχαν κλειστεί από νωρίς στα σπίτια τους ή είχαν πέσει στα κρεβάτια και κοιμούνταν τον ανυποψίαστο και ανονείρευτο ύπνο του δικαίου. Όσο δίκαιος και ανονείρευτος μπορούσε να είναι μπροστά στο επικείμενο ανοσιούργημα.

Γιατί αυτό που ετοιμαζόταν ήταν μια εγκληματική και βάρβαρη ενέργεια του βούλγαρου κατακτητή, από αυτές που στιγματίζουν ένα έθνος κι έναν ολόκληρο λαό στους αιώνες των αιώνων. Ήταν μια απεχθής πράξη με την οποία εξοφλούνταν ένας ανούσιος λογαριασμός που οι Βούλγαροι χρωστούσαν στους γερμανούς συμμάχους τους για την κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Και σήμαινε τη συνέργεια στην εξάλειψη από προσώπου γης της εβραϊκής φυλής.

Στην αρχή όλοι οι Έλληνες εβραϊκής καταγωγής είχαν υποχρεωθεί να ράψουν στα ρούχα τους το γνωστό κίτρινο αστέρι, ύστερα να απογραφούν και τώρα είχε φτάσει η ώρα να σταλούν στο «άγνωστο» απ’ όπου δεν θα επέστρεφε κανείς τους.

Το Γ΄ Αστυνομικό Τμήμα είχε την έδρα του στο ανατολικό μέρος της πόλης των Σερρών, εκεί όπου σήμερα χωρίζονται οι οδοί Μ. Αλεξάνδρου και Φιλίππου. Στο παλιό διώροφο κτίριο με την εξωτερική μαρμάρινη σκάλα, τα φώτα αυτό το βράδυ εξακολουθούσαν να είναι αναμμένα σε όλες τις αίθουσες. Μικρές αίθουσες. Στενόχωρες. Κακοφωτισμένες και κρύες. Οι βούλγαροι χωροφύλακες τουρτουρίζουν από το κρύο και προσπαθούν να ζεστάνουν τα χέρια με τα χνότα τους. Η μοναδική ξυλόσομπα που καίει ακατάπαυτα βρίσκεται στο γραφείο του διευθυντή. Πρόκειται για έναν «υψηλόβαθμο χωροφύλακα», όπως χαρακτηριζόταν από τα επίσημα έγγραφα, τον Ηλία Γκεοργκίεφ, που έχει συγκεντρώσει τους βαθμοφόρους του και τους δίνει οδηγίες και διαταγές. Εκείνοι ακούν με προσοχή. Λίγο πριν διαλυθούν θα κρατήσει μερικούς για περαιτέρω οδηγίες. Ύστερα βαθμοφόροι και απλοί χωροφύλακες θα μαζευτούν στην αυλή όπου είναι οι αποθήκες και τα κελιά της προσωποκράτησης. Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα και η αυλή έχει γεμίσει στρατιώτες που κρυώνουν, καπνίζουν και παραμένουν σιωπηλοί. Η συγκέντρωση έγινε με τη λιγότερη φασαρία που μπορούσε να γίνει. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι χωροφύλακες και στρατιώτες αρχίζουν να οπλίζονται, να ετοιμάζονται και σε λίγο να βγαίνουν συντεταγμένα και σιωπηλά στην αρχή της οδού Σωκράτους, μια απόσταση περί τα διακόσια μέτρα.

Η «διατεταγμένη βουλγάρικη φρουρά δράσης» αποτελούνταν από 80 άτομα χωρισμένα σε ομάδες. Κάθε ομάδα διέθετε δύο οπλισμένους στρατιώτες που θα λειτουργούσαν ως φρουροί. Μισή ώρα πριν, η εσωτερική και η εξωτερική φρουρά του τμήματος είχαν απαγορέψει την κυκλοφορία όλων, εκτός εκείνων που είχαν ειδική άδεια με σφραγίδα και υπογραφή της Επιτροπής. Είχε επίσης απαγορευτεί και κάθε φωτισμός. Μέσα στο σκοτάδι ο ένστολος είναι πιο εύκολο να απογυμνωθεί από κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. 

Η οδός Σωκράτους αποτελούσε την πλέον κεντρική αρτηρία όλης εκείνης της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά δεν έπαυε να είναι ένας στενός δρόμος που άρχιζε και τελείωνε εκεί που αρχίζει και τελειώνει και σήμερα, και που για σχεδόν έναν αιώνα το τέλος και την αρχή του σηματοδοτούσαν δύο τεράστια πλατάνια. Πίσω από τη Σωκράτους, στα ανατολικά, απλώνονταν λαχανόκηποι και κτήματα με οπωροφόρα δέντρα.

Οι βούλγαροι χωροφύλακες και στρατιώτες μπλόκαραν και τις δύο εισόδους-εξόδους του δρόμου αλλά και τους παράδρομους. Σε πολύ λίγη ώρα όλη η εβραϊκή γειτονιά ήταν ασφυκτικά περικυκλωμένη και αποκλεισμένη από οποιαδήποτε κίνηση. Ήταν ακριβώς τέσσερις τα ξημερώματα όταν το ρολόι της ιστορίας θα σήμανε τους πένθιμους ήχους του για την εβραϊκή κοινότητα της πόλης των Σερρών.

Αυτή ήταν η ώρα που σε όλες τις εβραϊκές συνοικίες όλων των εδαφών που είχαν υπό την κατοχή τους οι Βούλγαροι άρχιζαν να εκτυλίσσονται σκηνές φρίκης και τρόμου.

Οι Εβραίοι των Σερρών, όπως και όλων των άλλων περιοχών, ήταν ανυποψίαστοι ακόμη και για όσα συνέβαιναν έξω από τα σπίτια τους. Εξάλλου τι παραπάνω θα μπορούσε να συμβεί σε μια κατακτημένη πόλη από όσα ήδη ήξεραν; Είχαν λοιπόν μαζευτεί όπως όλοι από νωρίς στα σπίτια τους και είχαν ανταλλάξει τις συνηθισμένες κουβέντες με τις οικογένειές τους. Βαριές κι ασήκωτες κυλούσαν οι μέρες και οι νύχτες της βουλγαρικής κατοχής. Βαριές, ασήκωτες κι οδυνηρές.

Σύμφωνα με τα επίσημα βουλγαρικά αρχεία, οι Εβραίοι που συνελήφθηκαν εκείνο το βράδυ στην πόλη των Σερρών και τη Nέα Zίχνη ήταν συνολικά 495 άτομα. Στις 7 Μαρτίου ένα τρένο με Εβραίους από τη γειτονική Δράμα, στο οποίο είχαν φορτωθεί και οι Εβραίοι της Καβάλας, κατέφθασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Έκανε μια μικρή στάση και αναχώρησε για τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σιδηροκάστρου. Κι ύστερα

[...] τραινάκια ντεκωβίλ τους διεμοίρασαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Σιμιτλί, Ντούμπνιτσα, Γκόρνα και Τζουμαγιά. Μερικές μέρες αργότερα, όλοι οι Εβραίοι της Ανατολικής Μακεδονίας κι εκείνοι της Θράκης θα μεταφερθούν στο Λομ Λίμινα, στον Δούναβη. Εκεί θα φορτωθούν σε μαούνες με τελικό προορισμό, όπως τους είπαν οι Βούλγαροι, τη Βιέννη. Στους επικεφαλής τους εξήγησαν οι Βούλγαροι, ότι το θλιβερό τούτο κοπάδι επρόκειτο να παραδοθή στους Γερμανούς, στο Λομ Παλάνκα. Φαίνεται όμως, και μάλλον είναι βέβαιο, πως οι περισσότερες μαούνες δεν έφθασαν ποτέ στον προορισμό τους και αναποδογυρίστηκαν στο Δούναβη. Το γεγονός πάντως είναι ότι κανείς από τους Εβραίους αυτούς δεν επέζησε [...]

Η λιτανεία της φρίκης

Η κάθε βουλγαρική ομάδα δράσης είχε στη δικαιοδοσία της τέσσερις τουλάχιστον οικογένειες Εβραίων. Η εντολή και οι οδηγίες ήταν να τις ενημερώσουν ότι εκτελούσαν διαταγή της κυβέρνησής τους και θα μεταφέρονταν στις εσωτερικές περιοχές της χώρας. Στη συνέχεια οι άντρες της ομάδας δράσης θα τους έδιναν μόλις 30 λεπτά να ετοιμάσουν τα πράγματά τους, εξηγώντας τους τι επιτρεπόταν να έχουν μαζί τους (ρούχα, κουβέρτες, παπλώματα, τροφές και σκεύη) καθώς και το ποσό των χρημάτων που μπορούσε να τους χρειαστεί.

Μέσα σε κλίμα βωβού τρόμου όλες οι οικογένειες των Εβραίων μεταφέρθηκαν από τον συντομότερο δρόμο, τη σημερινή οδό Φιλίππου, στους προκαθορισμένους χώρους συγκέντρωσης, στα καπνομάγαζα του σερραίου καπνέμπορα Κωνσταντίνου Μαρούλη. Εκεί ο φρούραρχος κάλεσε τους συγκεντρωμένους να παραδώσουν σε μια επιτροπή που αποτελούνταν από τον διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας, τον αντιδήμαρχο και τον προϊστάμενο της εφορίας, όσα τιμαλφή και χρήματα είχαν πάρει μαζί τους. Αμέσως μετά βούλγαροι χωροφύλακες άρχισαν να κάνουν σωματική έρευνα και τα αποτελέσματα να καταγράφονται από μια επιτροπή που στη συνέχεια συνέταξε σχετικό πρωτόκολλο. Ακολούθησαν οι ιατρικές εξετάσεις όλων των αιχμαλώτων.

Οι αδελφές Μαρία και Σοφία Μαυρίδου που κατοικούσαν στην οδού Αθ. Αργυρού θα μου αφηγηθούν αρκετά χρόνια αργότερα μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή από το ξημέρωμα εκείνης της μέρας.

Έκανε πολύ κρύο το πρωινό της 4ης Μαρτίου 1943, μου είπαν. Κι ήταν ακόμη πιο παγωμένο απ’ όλα όσα πίσω από τα κλειστά μας παράθυρα ακούγαμε και βλέπαμε να συμβαίνουν όλη τη νύχτα. Καθώς τα τελευταία σκοτάδια αντιμάχονταν με το πρώτο φως της μέρας τα δύο κορίτσια, 12 και 15 χρονών αντίστοιχα, άκουσαν τρίξιμο στην πόρτα της πίσω αυλής του σπιτιού τους που έβγαζε σε ένα εβραϊκό σπίτι και έκπληκτες είδαν να καταφτάνει τρέχοντας μια γνωστή τους εβραιοπούλα, η δωδεκάχρονη Αλέγκρα. Παρόλο που τα δύο κορίτσια δεν πήγαιναν στο ίδιο σχολείο με την Αλέγκρα, συνήθιζαν να κάνουν παρέα εφόσον οι αυλές των σπιτιών τους συγκοινωνούσαν.

‒ Ήρθα να μου δώσετε ένα κομμάτι σκοινί και όσο γίνεται πιο γρήγορα γιατί φεύγουμε σε μισή ώρα! είπε η Αλέγκρα τρέμοντας.

‒ Τι συμβαίνει, Αλέγκρα; ρώτησαν οι δύο αδερφές.

‒ Οι Γερμανοί έβαλαν τους Βουλγάρους να μας στείλουν αιχμάλωτους στη Βουλγαρία και μας είπαν να πάρουμε μαζί μας μερικά πράγματα που το βάρος τους να μην ξεπερνάει τις 40 οκάδες. Ο καημένος ο πατέρας μου τα έχει χάσει και δεν ξέρει τι να κάνει. Έχει καθίσει σε μια καρέκλα και μόνο κλαίει, κλαίει, κλαίει. Ούτε σκοινί δεν μπορεί να βρει ούτε τίποτα άλλο να κάνει. Το ίδιο και η μητέρα μας. Ανέλαβα λοιπόν εγώ να ’ρθω να σας το ζητήσω για να δέσουμε ό,τι πάρουμε μαζί μας, εξήγησε η Αλέγκρα λαχανιάζοντας. Κι ύστερα ξέσπασε σε κλάματα. Μας παίρνουν, μας παίρνουν, έκανε πνιγμένη στα αναφιλητά της.

Τα δύο κορίτσια προσπάθησαν να την ηρεμήσουν.

‒ Μείνε μαζί μας, της είπαν, θα σε κρύψουμε. Άσε τους δικούς σου να φύγουν. Θα ζήσεις μαζί μας έως ότου φύγουν οι Βούλγαροι.

Η Αλέγκρα ρούφηξε τη μύτη της και προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά της.

‒ Όχι, είπε, δεν αφήνω με τίποτα τους γονείς μου. Κι ύστερα, μας έχουν γραμμένους όλους στα τεφτέρια τους. Δεν γίνεται, θα με βρούνε και τότε θα σκοτώσουν κι εσάς.

Πήρε στα χέρια της το σκοινί που της έδωσε ο πατέρας μας. Φεύγω, γεια σας, είπε κι έτρεξε στο σπίτι της. Εμείς εκείνο το βράδυ δεν κλείσαμε μάτι. Ακούγαμε θορύβους από βήματα, φωνές, χτυπήματα στις πόρτες, παραγγέλματα αλλά δεν τολμούσαμε να βγούμε ούτε στο παράθυρο, πολύ περισσότερο στο μπαλκόνι. Την Αλέγκρα από τότε δεν την ξαναείδαμε. Ούτε και μάθαμε τι απέγινε, ούτε αυτή ούτε οι γονείς της. Μόνο μετά τον πόλεμο πληροφορηθήκαμε τα καθέκαστα. Όμως τόσα χρόνια από τότε και κάθε φορά που θα τη σκεφτούμε ή θα γίνει λόγος γι’ αυτήν, όπως καλή ώρα τώρα, η ψυχή μας γίνεται χίλια κομμάτια από τον πόνο για τη συμφορά που τους βρήκε.

***

Για τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνη τη νύχτα συγκλονιστική είναι και η επίσημη αναφορά του Τ. Β.  Κολιμπάροφ προς τον Καλίτσιν. Με αυτήν ο  Κολιμπάροφ ενημέρωνε τον προϊστάμενό του για τον αριθμό των συλληφθέντων και επιβεβαίωνε την επιτυχία της επιχείρησης.

Σας γνωστοποιώ, κ. Προϊστάμενε, πως ο αριθμός των οικογενειών πριν από την έναρξη της επιχείρησης, σύμφωνα με την κατάσταση, ήταν 111 οικογένειες στις Σέρρες και 5 στο Ζηλιάχοβο, συνολικά 116 οικογένειες. Ο αριθμός των προσώπων ήταν 471 στις Σέρρες και 19 στο Ζηλιάχοβο, συνολικά 490 άτομα. Ευρέθησαν 103 οικογένειες στις Σέρρες και 5 στο Ζηλιάχοβο, συνολικά 108 οικογένειες. Εμφανίζεται μια διαφορά 8 οικογενειών που προκύπτει από το γεγονός ότι κάποια άτομα επέστρεψαν στο πατρικό τους και την ημέρα της επιχείρησης καταγράφηκαν ως μια οικογένεια. Συνελήφθησαν 489 πρόσωπα, εκ των οποίων η Σολ Σαλβατόρ Λόγια ως βαριά ασθενής παρέμεινε στην πόλη. Τα 490 πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στους ονομαστικούς καταλόγους παραδόθηκαν στην Γκόρνα Τζουμαγιά στον Εκπρόσωπο Εβραϊκών υποθέσεων Ιβάν Τεβάφσκι, με την εξαίρεση της Σολ Σαλβατόρ Λόγια, μιας ακόμη ψυχικά ασθενούς που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Αλεξάντροφσκα της Σόφιας και μιας νεκρής στον σταθμό του Σιμιτλί που ονομάζεται Σογχούλα Δαβίδ Κοέν. Συνολικά παραδόθηκαν 487 άτομα. Δεν υπάρχουν οικογένειες και πρόσωπα που δεν έχουν βρεθεί καθώς δεν εντοπίστηκαν επιπλέον πρόσωπα εβραϊκής καταγωγής. Τα ιδιόκτητα εβραϊκά σπίτια δεν είναι ακόμη γνωστά. Τα ποσά που χρειάστηκαν για τη διαβίωση των Εβραίων και τη μεταφορά των νοικοκυριών τους μέχρι στιγμής δεν εισπράχτηκαν. Στις 5 Μαρτίου το βράδυ, πριν την αναχώρησή τους, χορηγήθηκαν στους κρατούμενους φαγητό και ψωμί για 3 μέρες. Ξεψειρίστηκαν 40 περίπου οικογένειες. Στο στρατόπεδο δεν διαπιστώθηκαν ασθένειες. Δεν σημειώθηκαν, επίσης, επεισόδια.

Μια άλλη αναφορά του Χρ. Βασίλεφ γραμμένη αρκετά αργότερα, στις 24 Μαρτίου, με παραλήπτη τον Μπέλεφ, ανέφερε λεπτομέρειες από την εκτέλεση της αποστολής:

Η επιχείρηση στις Σέρρες και στο Ζηλιάχοβο (δεν αναφέρω την πόλη του Ντεμίρ Χισάρ  [Σιδηρόκαστρο] εφόσον εκεί δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο εβραϊκής καταγωγής πραγματοποιήθηκε ως εξής: Στις 3 του τρέχοντος μήνα, στο γραφείο του Φρουράρχου, μαζί με τον προϊστάμενο της Φρουράς Αντισυνταγματάρχη Ιλίεφ, και τον Αστυνομικό Φρούραρχο κ. Κολιμπάροφ, συντάξαμε λεπτομερές σχέδιο δράσης. Αποφασίσαμε η επιχείρηση να εκτελεστεί από την αστυνομία, και η συμμετοχή του στρατού να περιοριστεί στον γενικό αποκλεισμό της πόλης και την περιφρούρηση των δρόμων. Με τον κ. Κολιμπάροφ καταγράψαμε τα αστυνομικά τμήματα τα υπεύθυνα για τη συγκέντρωση των Εβραίων από τις κατοικίες τους και τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο και ταυτόχρονα συγκροτήσαμε με τοπικούς υπαλλήλους και δικηγόρους τις απαραίτητες επιτροπές για την καταγραφή των νοικοκυριών και τη σωματική έρευνα στο στρατόπεδο. Η επιχείρηση υλοποιήθηκε αθόρυβα χωρίς κανένα επεισόδιο. Στις 8.00, όλοι οι Εβραίοι ήταν ήδη στο στρατόπεδο και στο προαύλιό του, όπου, σταδιακά και ανά οικογένεια, εγκαταστάθηκαν στους χώρους εντός του κτιρίου όπου διανυκτέρευσαν. Ο γενικός αποκλεισμός της πόλης έληξε στις 7.30. Η τελική εγκατάσταση στο στρατόπεδο ολοκληρώθηκε κατά τις 16.00 την ίδια μέρα. Διορίστηκαν επίσης «δέκαρχοι».

Στον σχεδιασμό της επιχείρηση εκτοπισμού των Εβραίων από την πόλη των Σερρών αναφέρονται δύο πρόσωπα, ο προϊστάμενος του Α΄ Αστυνομικού Τμήματος Γκένο Κάνεφ, ένας σκοτεινός και αμφιλεγόμενος τύπος που είχε διοριστεί φρούραρχος της πόλης και ο «υψηλόβαθμος χωροφύλακας» Ηλία Γκεοργκίεφ από το Γ΄ αστυνομικό Τμήμα. Ο Κάνεφ ήταν αυτός που ύστερα από τις συλλήψεις έπρεπε να οργανώσει τις εβραϊκές δεκαρχίες στο στρατόπεδο όπου θα μεταφέρονταν και ο Γκεοργκίεφ έπρεπε να φροντίσει για την εξωτερική του φρούρηση. Στον Κάνεφ είχε επιπλέον δοθεί η ρητή εντολή να απαγορεύσει την είσοδο σε κάθε πρόσωπο, είτε ήταν ιδιώτης είτε υπηρεσιακός παράγοντας, ενώ ο ίδιος έπρεπε να «αποφεύγει κάθε επαφή με τους Εβραίους». Ο Γκεοργκίεφ είχε την ευθύνη των κρατουμένων σε περίπτωση που κάποιος προσπαθούσε να αποδράσει εγκαθιστώντας τέσσερα φυλάκια έξω από τα καπνομάγαζα του Μαρούλη.

Στις 5 Μαρτίου 1943, λίγο μετά το μεσημέρι, έκπληκτοι οι κάτοικοι των ανατολικών σερραϊκών συνοικιών της  «Αγια-Σοφιάς», των «Πυροβολικών» και των «40 Μαρτύρων», θα αντικρίσουν μια σιωπηλή πομπή ταλαιπωρημένων ανθρώπων κάθε ηλικίας να κατηφορίζει μέσα από τους χωματόδρομους και τους μπαξέδες της περιοχής του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτη, όπου βρίσκονταν τα καπνομάγαζα. Η θλιβερή λιτανεία θα διέλθει από τη σημερινή διαγώνια οδό ταγματάρχη Βολάνη, που τότε ήταν ένας στενός χωματόδρομος που έβγαζε στη σημερινή οδό που οδηγεί προς τη Δράμα. Λιγοστά ήταν εκείνη την εποχή τα νερά του ποταμού της κοιλάδας των Αγίων Αναργύρων. Λιγοστά αλλά κρύα. Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι βουτούν μέσα σ’ αυτά, που τους φτάνουν μέχρι τα γόνατα, και βγαίνουν στον χωματόδρομο της σημερινής οδού Αγίας Σοφίας, περνώντας μπροστά από τη μαρμάρινη πύλη του Γαζή Εβρενός και το ερειπωμένο Αχμέτ τζαμί. Οι χωροφύλακες που τους συνοδεύουν τους πιέζουν να διασχίσουν γρήγορα τον δρόμο δίπλα από τους στρατώνες του πυροβολικού, να φτάσουν στον συνοικισμό των «40 Μαρτύρων» κι από εκεί στον σιδηροδρομικό σταθμό. Με άγριες φωνές και βρισιές προσπαθούν να κάνουν το ανθρώπινο κοπάδι να βιαστεί. Μόνο που εκείνο το «ανθρώπινο κοπάδι» είναι τρομαγμένο, κουρασμένο, άγρυπνο.

Όταν όλος αυτός ο ανθρώπινος συρφετός θα φτάσει στον δρόμο δίπλα από το στρατόπεδο «των πυροβολικών», έκπληκτοι οι φρουροί θα δουν ένα μεγάλο πλήθος, Έλληνες της περιοχής των «Εβραίικων» και του διπλανού «Αραμπατζή μαχαλά», να περιμένουν δεξιά κι αριστερά του δρόμου βουβοί και δακρυσμένοι. Είχαν πληροφορηθεί τα τραγικά συμβάντα και είχαν τρέξει να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους με κάποιο λόγο αγάπης και ελπίδας, έναν χαιρετισμό προς εκείνους τους ανθρώπους που ήταν φίλοι και γείτονες. Άντρες φορτωμένοι με μπόγους, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά, έγκυες, γέροι με τρεμάμενα πόδια, γριές, παιδιά, άνθρωποι που προσπαθούσαν να κρατήσουν την περηφάνια τους, αγόρια και κορίτσια με σκυμμένο κεφάλι που αποχαιρετούσαν έστω με κάποιο νεύμα, κάποιο ψίθυρο, γείτονες, φίλους, συμμαθητές. Μια ανθρώπινη λιτανεία φρίκης, ντροπής και πόνου, που δεν θα αργήσει να χαθεί στο βάθος του δρόμου.

*** 

Στον σιδηροδρομικό σταθμό των Σερρών η κίνηση εκείνο το πρωί ήταν ιδιαίτερα ζωηρή. Βούλγαροι αστυνομικοί, στρατιώτες που πηγαινοέρχονταν με «εφ’ όπλου λόγχη», σκοπιές και περίπολα που δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει. Πριν από λίγο είχαν φτάσει από τη Δράμα και τώρα ξεφυσούσαν άσπρους καπνούς δυο παλιές ατμομηχανές έτοιμες σύρουν πίσω τους τα  γεμάτα, σφραγισμένα βαγόνια. Παλιά βαγόνια. Ξύλινα, βρόμικα, ξεθαμμένα από αποθήκες ή από νεκρές χορταριασμένες ράγες που παλιά, ίσως στα χρόνια του πρώτου μεγάλου πολέμου, μετέφεραν άλογα και αργότερα κοπάδια ζώων και που για χρόνια σάπιζαν παρατημένα και ξεχασμένα. Σ’ αυτά οι Βούλγαροι είχαν στοιβάξει τους Εβραίους της Δράμας, της Καβάλας και τώρα θα στοίβαζαν και των Σερρών. Οι πόρτες σφραγίστηκαν, οι μηχανές έβγαλαν έναν δυνατό βρυχηθμό και οι συρμοί πήραν την άγουσα για το προσωρινό διαμετακομιστικό στρατόπεδο που είχε στηθεί όπως όπως στον σιδηροδρομικό σταθμό Σιδηροκάστρου. Πίσω η πόλη των Σερρών θα χανόταν σε μια γκρίζα απογευματινή αχλή με τους ανθρώπους βουτηγμένους στο σκοτάδι της δουλείας.

Ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα, ο Χρ. Βασίλεφ σημειώνει στη σχετική αναφορά του: «Γενικώς η επιχείρηση υλοποιήθηκε με επιτυχία χάρη στην πολύτιμη βοήθεια και την προσωπική συμμετοχή του Αστυνομικού Φρούραρχου κ. Κολιμπάροφ που κατάφερε να κρατήσει το “μυστικό” και φανέρωσε σπάνια οργανωτικότητα κατά τη διάρκειά της».

Όλη η οδός Σωκράτους και η γύρω περιοχή των «Εβραίικων» παρουσίαζε τώρα όψη έρημης πόλης, με τα εβραϊκά σπίτια κλειδαμπαρωμένα, τις αυλές άδειες, τα παράθυρα κατάκλειστα. Όπως κατάκλειστα θα παρέμεναν τα καταστήματα και τα εργαστήρια των Εβραίων όλη την υπόλοιπη κατοχή...

 

Η κατάβαση στον Άδη

Φτάνοντας στο Σιδηρόκαστρο, οι Εβραίοι στοιβάχτηκαν στο προσωρινό στρατόπεδο στον σιδηροδρομικό σταθμό, περιμένοντας να μεταφερθούν με νέα μικρά βαγόνια στο Σιμιτλή. Από τις πλαγιές του χιονισμένου Μπέλλες κατέβαινε ένας κρύος, παγωμένος άνεμος. Ξενόφερτος άνεμος και καθόλου ψυχοπονιάρης. Σκόνταφτε στα πρόχειρα καταλύματα και τις σκηνές κι ύστερα έπεφτε με δύναμη πάνω στα κακοντυμένα ανθρώπινα κορμιά. Μαζί του κουβαλούσε μια επίμονη ψιλή βροχή. Οι άνθρωποι τουρτούριζαν τρομαγμένοι, νηστικοί, άυπνοι, απελπισμένοι. Χρειαζόταν να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να κρατηθούν όρθιοι και ακόμη μεγαλύτερη για να προφυλαχτούν από τις βρισιές, τις κραυγές, τις σπρωξιές, τις κλοτσιές και τα μαστιγώματα των συνοδών φρουρών τους.

Ένας μεγάλος αριθμός Εβραίων είχε μαντρωθεί όπως όπως στα λιγοστά παραπήγματα και τις σκηνές του στρατοπέδου και τώρα ψιθύριζαν, προσεύχονταν, κρατιούνταν από το χέρι, παρηγορούσε ο ένας τον άλλο. Μερικοί έψελναν αποσπάσματα από την Τορά. Ένα θλιβερό θέαμα ανέστιων ανθρώπων που δεν ήξερε τι να κάνει, πού να σταθεί, τι να ευχηθεί. Κανείς, ακόμη και οι αδυσώπητοι ανθρωποφύλακές του, δεν γνώριζαν ποια θα ήταν η κατάληξη όλων αυτών των ανθρώπων και πού η μοίρα τούς είχε στήσει το δολοφονικό της καρτέρι. Οι εντολές που είχαν οι «υψηλά ιστάμενοι» ήταν να τους οδηγήσουν στα βάθη της Βουλγαρίας, στο παραδουνάβιο λιμάνι του Λομ. Μέχρι εκεί έλεγαν οι διαταγές. Αλλά για τους Εβραίους το «εκεί» θα ήταν μόνο η αρχή. Γιατί κανείς δεν γνώριζε ακόμη για τα ναζιστικά ανθρωποβόρα στρατόπεδα με τα οποία είχε γεμίσει μεγάλο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης. Κανείς δεν είχε μάθει για την «Τελική Λύση»  των Χίμλερ και Χάιντριχ. Για τις ομαδικές εκτελέσεις, τα αέρια, το Ζυκλόν, τα κρεματόρια, τους φούρνους. Η μυρουδιά της καμένης σάρκας δεν έφτανε μέχρι εδώ. Για τους Εβραίους που περίμεναν τουρτουρίζοντας στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό του Σιδηροκάστρου κάτω από τη βροχή που ολοένα δυνάμωνε το μέλλον εξακολουθούσε να είναι  άγνωστο. Τη διαστροφική απόφαση της Τελικής Λύσης, που είχε γεννηθεί από σκοτεινά, άρρωστα, μολυσμένα μυαλά, κανείς δεν μπορούσε να τη διανοηθεί. Οι θάλαμοι αερίων στο Μπούχενβαλντ, το Άουσβιτς, την Τρεμπλίνκα, σε δεκάδες  στρατόπεδα συγκέντρωσης που φύτρωναν σαν μανιτάρια είχαν καθημερινά πολλή «δουλειά». Οι φούρνοι έκαιγαν ασταμάτητα κι οι τεράστιες καμινάδες τους ξερνούσαν στον γκρίζο ουρανό τα αποκαΐδια και τη μυρουδιά της ανθρώπινης σάρκας. 

Ο υποδιευθυντής της Επιτροπής Ατανάς Οφτσάροφ, ένας σκληρός Βούλγαρος, πιστός στα φασιστικά του ιδεώδη, σε αναφορά του προς τον Καλίτσιν με ημερομηνία 6 Μαρτίου, είχε σπεύσει να βάλει και τη δική του βάρβαρη πινελιά γράφοντας ότι «οι συνοδοί αστυνομικοί» όλου εκείνου του ανθρώπινου κοπαδιού θα έπρεπε να συμπεριφέρονται σαν φρουροί κι όχι σαν φίλοι και προστάτες. Ο ίδιος, μόλις την επομένη σημειώνει με κάποια έκπληξη: «Δεν σημειώθηκαν επεισόδια, αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι ο Ιώβ Γεοργίεφ, χωροφύλακας από την Γκιουμουρτζίνα (Κομοτηνή), κατέβηκε στον σταθμό και άφησε το όπλο του στους Εβραίους τους οποίους έπρεπε να φρουρεί». Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι ο Οφτσάροφ, εκτός από ακριβής και γλαφυρός, είναι και αρκούντως... περιγραφικός!

Στις 5 Μαρτίου 1943 κατέφθασε η πρώτη ομάδα αποτελούμενη από 978 άτομα: 496 από τη Δράμα και 482 από τις Σέρρες, με το τρένο με αρ. 925, στις 21.24. Τους άφηνα κατά βαγόνι, πρώτα τις γυναίκες, μετά τους άντρες να χρησιμοποιήσουν τα αποχωρητήρια που είχαν φτιαχτεί στα χωράφια. Ταυτόχρονα τους προσφέρθηκε ζεστό και κρύο νερό από τον Ερυθρό Σταυρό, καθώς και σε όσους είχαν ανάγκη, ιατρική περίθαλψη από τις τρεις Εβραίες Σαμαρείτισσες που είχαν κληθεί για τον σκοπό αυτό. Στις 24.00 άρχισε η μεταβίβαση στο άλλο τρένο που γινόταν πάλι ανά βαγόνι. Πρώτα κατέβαιναν οι άντρες, ξεφόρτωναν τις αποσκευές και μετά οι γυναίκες και τα παιδιά. Όλα  πραγματοποιήθηκαν χωρίς επεισόδια [...] Στα τρένα ήταν και δύο λεχώνες και ένας κατάκοιτος ασθενής αλλά όλοι συνέχισαν τη διαδρομή [...] Μεταφέρθηκαν συνολικά 4.039 άτομα εντός χρονικού διαστήματος 5 ημερών καθώς η μετεπιβίβαση στο τρένο και η αναχώρηση γίνονταν νύχτα και δεν σημειώθηκαν επεισόδια.

Αυτή η πρώτη νύχτα στο στρατόπεδο του σταθμού του Σιδηροκάστρου ήταν μια νύχτα κόλασης. Μια κατάβαση στον Άδη. Ένα καθαρτήριο ψυχών που θα πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα βουβό κλίμα τρόμου. Με τη συνέχειά της ένα δραματικό κι επώδυνο φευγιό προς το άγνωστο, πάνω σε μικρά ανοιχτά βαγόνια μήκους δύο μέτρων και πλάτους ενάμισι. Με τον παγερό άνεμο και τη βροχή να ξεπαγιάζουν μικρούς και μεγάλους, νέους και ηλικιωμένους, αρρώστους, γυναίκες με παιδιά που κλαίγαν και ούρλιαζαν. Μια επίγεια κόλαση με κυρίαρχη τη δαιμονική παρουσία των βούλγαρων στρατιωτών και χωροφυλάκων με τις εντολές του Οφτσάροφ που τους προέτρεπε να τους χτυπάνε τους με τα κοντάκια.   

Ο Οφτσάροφ ήταν συνειδητός ναζί, μπολιασμένος μέχρι τα βάθη της ψυχής του με το ιδεολογικό μίσος ενάντια στον «δολερό Εβραίο» και δεν χρειάστηκε να επαναλάβει τη δολοφονική και βάρβαρη προτροπή του. Οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες ανασκουμπώθηκαν κι άρχισαν το απαίσιο έργο τους. Εξάλλου το «βουλγαρικό ξύλο» ήταν από χρόνια γνωστό στους Μακεδόνες και τους Θρακιώτες. Χιλιάδες από αυτούς έφεραν ακόμη πάνω τους σημάδια. Τώρα είχε φτάσει η ώρα και η στιγμή να το δοκιμάσουν και οι Εβραίοι.

Μία «βουλγάρα Σαμαρείτισσα» που προΐστατο της επιχείρησης για λογαριασμό του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, η εβραία προϊσταμένη Ρόζα Μωύς Ιακόβα, θα μεταφέρει λίγο αργότερα με τη συγκλονιστική μαρτυρία της την κατάσταση που επικρατούσε σε εκείνη την επίγεια κόλαση:

Στις 4 Μαρτίου 1943, με εντολή του Βουλγαρικού Ερυθρού Σταυρού αναχώρησα συνοδευόμενη από άλλες δύο Σαμαρείτισσες για το Ντεμίρ Χισάρ [Σιδηρόκαστρο], προκειμένου να προσφέρουμε ιατρική περίθαλψη στους Εβραίους που αναγκαστικά υποβλήθηκαν σε εκτοπισμό από την περιοχή του «Μπελομόριε». Μας υποδέχτηκε ο προϊστάμενος του [βουλγάρικου] Ερυθρού Σταυρού Χ. Ατανάσοφ στον οποίο παρέδωσα την επιστολή που έφερα από τον Ερυθρό Σταυρό. Στη συνέχεια μας παρουσιάστηκε ο κ. Οφτσάροφ, υπάλληλος της ΕΕΥ στη Σόφια, απεσταλμένος εδώ ως επικεφαλής της επιχείρησης εκτοπισμού των Εβραίων. Η πρώτη ερώτηση που μας έκανε ήταν αν φέραμε δέματα και γράμματα για τους Εβραίους που κλήθηκαν στις μονάδες εργασίας. Απαντήσαμε αρνητικά. Αμέσως μετά, έδωσε εντολή να ερευνήσουν τις αποσκευές μας και να μας αφαιρέσουν τα χρήματα που είχαμε μαζί μας. Την επομένη, στις 21.00 υποδεχθήκαμε το τρένο από το «Μπελομόριε». Σε κλειστά βαγόνια για άλογα ταξίδευαν παιδιά, γέροι και μητέρες, όλοι αβοήθητοι, γυμνοί και ξυπόλητοι. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος. Είχε δυνατό αέρα. Μόλις το τρένο σταμάτησε, ο κ. Οφτσάροφ διέταξε: «Γρήγορα αποβιβαστείτε και επιβιβαστείτε στα μικρά ανοιχτά βαγόνια!» Έδωσε επίσης στους χωροφύλακες και στους στρατιώτες την ακόλουθη διαταγή: «Χτυπάτε τους με τα κοντάκια για να πηγαίνουν γρηγορότερα. Δεν θα σπαταλήσουμε τη νύχτα μας». Μόνο ένας σκληρός άνθρωπος θα μπορούσε να δίνει τέτοιες εντολές. Έκλαιγαν και ούρλιαζαν τα παιδιά, πεινασμένα, γιατί φαγητό δεν υπήρχε. Τους έδιναν μόνο ζεστό νερό και φάρμακα. Μερικοί ασθενείς ζητούσαν ασπιρίνη. Αλλά ο Οφτσάροφ απαγόρευσε να τους δίνουμε για να μην έχουν επαφή μαζί μας και να μην μαθαίνουμε τίποτα [...] Ένα βράδυ το τρένο έφτασε αργά. Μεταφερόταν και μία λεχώνα την οποία παραλάβαμε με τον γιατρό Κονφίνο χωρίς να έχουμε πανιά και γάζες. Βρήκαμε μερικά κουρέλια με τα οποία τυλίξαμε το βρέφος. Η λεχώνα αμέσως μετά τον τοκετό μεταφέρθηκε και πάλι με εντολή στο ανοιχτό βαγόνι, στριμωγμένη ανάμεσα στους υπόλοιπους.

Υπήρχαν και ασθενείς σε πολύ βαριά κατάσταση, αλλά και σ’ αυτούς δεν παραχωρήθηκαν ειδικές θέσεις. Ο Οφτσάροφ ήταν αυτός που έδινε τις εντολές και οι στρατιώτες μπορούσαν να «παίζουν» με τις γυναίκες. Τις έσπρωχναν, πέταγαν τα πράγματά τους, τις κλωτσούσαν, τις έπιαναν από το στήθος και τις ανάγκαζαν να στριμώχνονται στα βαγόνια. Ο κ. Οφτσάροφ παρατηρούσε τα όσα συνέβαιναν με ευχαρίστηση και τις ελεύθερες ώρες παρίστανε ως εκπρόσωπος τον «σπουδαίο» φλερτάροντας τις «Σαμαρείτισσες».

***

Δεν ντρεπόταν που θα γεννούσε μπροστά σε ένα σωρό ανθρώπους. Ήθελε μόνο να έχει δίπλα τον άντρα της τον Μωυσή να της κρατάει το χέρι, αλλά εκείνος είχε χαθεί στον χαλασμό της αποβίβασης στον σταθμό της Δράμας. Μάταια τον αναζήτησε, φώναξε, ξαναφώναξε το όνομά του ή ρώτησε γνωστούς. Είχαν μπερδευτεί τα τρένα, τα βαγόνια, οι άνθρωποι, κι εκείνος μάλλον θα ταξίδευε τώρα με κάποιον άλλο συρμό που ποιος ξέρει πότε θα έφτανε εδώ. Κάποιες γυναίκες προσπάθησαν να τη βοηθήσουν. Άλλες έσκυψαν από πάνω της, μπήκαν μπροστά, την προφύλαξαν από τα αδηφάγα μάτια των βούλγαρων χωροφυλάκων και στρατιωτών. Οι πλέον έμπειρες την καθοδήγησαν πότε να κρατήσει την αναπνοή της, πότε να σπρώξει, πότε να πάρει βαθιές ανάσες. Τη ρώτησαν αν ήταν η πρώτη γέννα της. Είπε «ναι» και πως πονούσε και φοβόταν. Είπε ακόμη ότι πάνω στην αναμπουμπούλα είχε χάσει τον άντρα της. Δεν είχε κανέναν να της συμπαρασταθεί και να τη βοηθήσει. Εκείνες της έδωσαν θάρρος. Της είπαν να μην φοβάται και πως όλα θα πήγαιναν καλά, αλλά πρώτα έπρεπε να ηρεμήσει ώστε να μπορέσει να σπρώξει δυνατά όταν θα ερχόταν η ώρα. Γύρω οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες συνέχισαν να φωνάζουν, να βρίζουν, να αλυχτούν οργισμένοι. Έλεγαν στις γυναίκες που τη βοηθούσαν να κάνουν γρήγορα γιατί έπρεπε να φύγουν, έδιωχναν τις υπόλοιπες και τις περίεργες. Μια-δυο ερυθροσταυρίτισσες έφεραν κρυφά λίγο ζεστό νερό, περισσότερο απ’ όσο επιτρεπόταν, μια καθαρή πετσέτα. Κι ύστερα κοντά στους τόσους πόνους ήρθε ο τελευταίος και ο πιο δυνατός και μαζί μια μικρή κι αδύναμη φωνούλα, ένα αδύναμο κλάμα, η ζεστή κι ευλογημένη ανάσα και το φως της ζωής, μέσα σ’ εκείνο το αδιαπέραστο έρεβος και τον χαλασμό του ανθρώπου από άνθρωπο.

Γύρω η βροχή συνέχιζε να δέρνει αλύπητα Εβραίους και Βουλγάρους. 

***

Μερικά χρόνια αργότερα ένας αυτόπτης μάρτυρας που κατάφερε να επιζήσει, ο Μάρκο Αβραάμ Πέρετς, έγραψε για εκείνο το απάνθρωπο στρατόπεδο συγκέντρωσης:

Στο Ντεμίρ Χισάρ [Σιδηρόκαστρο] έγινε η μεταβίβαση στα ανοιχτά βαγονάκια του «Ντεκοβίλ» για το Σιμιτλή. Τότε κατά τη διάρκεια της διαδρομής άρχισε η πιο δύσκολη για όλους μας φάση. Άρχισε να ρίχνει δυνατή βροχή και μετά να φυσά δυνατός αέρας. Οι «επιβάτες» ήταν νυσταγμένοι, πεινασμένοι, βρεγμένοι, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, ξαγρυπνούσαν όμως προσπαθώντας να μάθουν κάτι για τον γιο, τον αδελφό, τον πατέρα ή το φίλο τους [...] Πολλοί από τους επιστρατευμένους στις μονάδες εργασίας κακοποιούνταν μπροστά στα μάτια μας, επειδή πλησίαζαν τα εν κινήσει βαγόνια και έριχναν ο ένας ψωμί, ο άλλος χρήματα, ο τρίτος κονσέρβες ή έδιναν κουράγιο στους εκτοπισμένους.

Συγκλονιστική είναι και η μαρτυρία ενός άλλου κρατούμενου, του γιατρού Ιωσήφ Κονφίνο, που συμπλήρωσε την προηγούμενη:

[...] Με τα κοντάκια, τα μαστίγια και με τις ύβρεις του εκπροσώπου συνοδείας, μετεπιβιβάζονταν από τα υψηλά κανονικά [βαγόνια] στα μικρά χαμηλά ανοιχτά βαγονάκια του «Ντεκοβίλ» άνθρωποι επάνω σε αποσκευές και αποσκευές πάνω σε ανθρώπους ενώ ακούγονταν παντού οι σπαραχτικές κραυγές των πασχόντων. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, πολλοί τραυματίστηκαν σοβαρά και έφεραν τραύματα και κακώσεις στο σώμα τους. Μετά την αστραπιαία μετεπιβίβαση, οι δύσμοιροι περίμεναν τέσσερις έως πέντε ώρες στα ανοιχτά βαγόνια, μέσα στην παγωνιά του Μαρτίου, μέχρι την αναχώρηση του τρένου. Στο διάστημα αυτό δεν τους επιτρεπόταν να κατεβαίνουν από τα βαγονάκια ούτε για νερό, ούτε για τις φυσικές τους ανάγκες. Για φαγητό φυσικά δεν γινόταν λόγος. Όλο αυτό το διάστημα ο εκπρόσωπος περίμενε την αναχώρηση σε ζεστό βεβαίως δωμάτιο. Έβριζε και απειλούσε με φυλάκιση και εκτοπισμό τις δύο Εβραίες νοσοκόμες που ήθελαν να βοηθήσουν τους δύστυχους Εβραίους κι ας ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο τις είχαν στείλει. Παρεμπόδιζε συστηματικά το έργο τους και απαγόρευσε να φορούν τα κίτρινα αστέρια των Εβραίων για να μη τις αναγνωρίσουν και ζητήσουν τη συμπαράστασή τους οι εκτοπισμένοι [...] Στη συνέχεια τα ανοιχτά τρένα ταξίδευαν επί δώδεκα ολόκληρες ώρες στην παγωνιά της νύχτας, διά μέσου των στενών της Κρέσνας όπου πνέουν πάντα ισχυροί και παγεροί αέρηδες. Κάθε πρωί με αυτόν τον τρόπο έφταναν στο Σιμιτλή ένα με δύο τρένα. Η εικόνα των δύστυχων αυτών ανθρώπων δεν περιγράφεται. Μαυρισμένοι από τους καπνούς της μηχανής, σκεπασμένοι με κουρέλια και βελέντζες γεμάτες με τρύπες από τα καψίματα που προκαλούσαν οι σπίθες των μηχανών, με τρομοκρατημένη έκφραση και απλανή βλέμματα, νυσταγμένοι και πεινασμένοι εδώ και ημέρες, μερικοί από αυτούς μασούσαν κίτρινο μπαγιάτικο καλαμποκίσιο ψωμί ή έτρωγαν από τις παλάμες τους αλεύρι καλαμποκιού, ωμό ρύζι ή ωμά φασόλια. Οι λυγμοί πολλών από αυτούς συνοδεύονταν από την απελπισία και τους λυγμούς των γιατρών που τους συνόδευαν ή τους παραλάμβαναν. Από το Σιμιτλή, ύστερα από μια στάση διάρκειας δύο-τριών ωρών για την επόμενη μετεπιβίβαση σε κανονικά βαγόνια, όπου τους έδιναν μόνο νερό και τους επιτρεπόταν να επισκεφθούν με συνοδεία τα ειδικά κατασκευασμένα αποχωρητήρια, τα τρένα κατευθύνονταν προς την Γκόρνα Τζουμαγιά ή την Ντούπνιτσα.

 


Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Από την Συνέντευξη Τύπου »

Copyright © 2020 | Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Σερρών - Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος